top of page

          HORACIO CASTILLO: EL POETA GRIEGO ARGENTINO

                            HOMENAJE EN GRECIA

 

                           PARA LA REVISTA ATENIENSE ΒΑΚΧΙΚON ,  CHARALAMBOS DIMOU

Οράσιο Καστίγιο: Ο Έλληνας ποιητής της Αργεντινής

 

Γράφει & μεταφράζει ο Χαράλαμπος Δήμου

Γεννημένος το 1934 στην Ενσενάδα, ο Οράσιο Καστίγιο (1936 – 2010), έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην όμορφη Λα Πλάτα της Αργεντινής. Έμαθε ελληνικά από έναν ορθόδοξο παπά της ελληνικής κοινότητας. Έγραψε ποίηση, μετέφρασε και μελέτησε Έλληνες ποιητές από τον Καλλίμαχο ως τον Σαχτούρη. Έλαβε βραβεία και διακρίσεις, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα και «αθλητή τής μελέτης και διάδοσης των Ελλήνων ποιητών». Στα ποιήματά του βλέπουμε να ζει η Ελλάδα μέσα από τη μυθολογία, την ιστορία και τη σύγχρονη πραγματικότητά της, φιλτραρισμένη από το βλέμμα ενός αργεντινού ποιητή που δεν είχε κανένα άλλο κίνητρο πέρα από την «αγάπη και μόνον στην ελληνική ποίηση», όπως του έγραψε σε ιδιόχειρη επιστολή του ο Οδυσσέας Ελύτης

Λίγα λόγια για τον ποιητικό λόγο του Καστίγιο

Για τον Οράσιο Καστίγιο «η ποίηση μας θυμίζει ή καλύτερα μας καθιστά σαφές ότι για μια ελάχιστη στιγμή στο χρόνο είμαστε η συνείδηση του σύμπαντος και λόγω αυτής της συνείδησης το σύμπαν υπάρχει. Η ποίηση είναι αυτή η συνείδηση και χάρη σε αυτή μπορούμε να αποδεχτούμε την κολοσσιαία περιπέτεια της Δημιουργίας». Επίσης, έγραψε: «Ο δυτικός κόσμος έχει αναζητήσει το μυστήριο στο σκοτάδι ενώ οι Έλληνες το έχουν αναζητήσει στο φως. Εγώ ανατράφηκα στον σκοτεινό δυτικό κόσμο, γνωρίζοντας όμως τον Ελληνικό Κόσμο, ξεκινώντας από τη λαμπρή ελληνική γλώσσα έχω μπορέσει να ανοίξω μια χαραμάδα και να βιώσω την εμπειρία της διαφάνειας, η οποία κάνει ορατό κάθε τι ουσιαστικό… Για τους Έλληνες, το φως μετουσιωμένο σε ένα είδος «ηλιακής μεταφυσικής, είναι κάτι απόλυτο».  

Άλλοτε πάλι, αινιγματικός και υπαινιχτικός ο στίχος του οδηγεί πάντοτε τον αναγνώστη σε μια ζώνη μεταβατική μεταξύ πραγματικότητας και μεταφυσικής. Είναι αλήθεια ότι αναζητά να διερευνήσει τα σκοτεινά και τρομερά πεδία που ρέουν παράλληλα με τη ζωή ή και πέρα από τη ζωή, χρησιμοποιώντας μερικές φορές αρχετυπικά σύμβολα ή και τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τον Χάροντα στον Άδη ή την Ευρυδίκη, αλλά η παρουσία ή η απουσία του φωτός που αναφέραμε είναι παρούσα:

Στο ποίημα «Για να απαγγελθεί στη Βάρκα του Χάροντα», τελειώνει:

κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το
    φως.

Η μετάβαση, το ταξίδι από τη ζωή προς το θάνατο δεν είναι παρά η απομάκρυνση από το φως.

Η αναζήτηση του αρχετυπικού ρόλου του ποιητή τον οδηγεί στον «μονόφθαλμο βασιλιά», έναν μάγο που οραματίζεται το πεπρωμένο της φυλής, το συλλογικό δρόμο προς το μέλλον και τη σωτηρία της ομάδας μέσα από αρχέτυπα που θαρρείς ότι ρέουν μέσα στο αίμα και στα γονίδια του μάγου και ζητούν να απελευθερωθούν.

Μονόφθαλμος βασιλιάς

Αυτή η μύγα που γεννοβολάει τ’ αβγά της στο έλος
και πετάει από μάγουλο σε μάγουλο, από βλέφαρο σε βλέφαρο,
έχει φέρει την αρρώστια στα μάτια μας: δεν βλέπουμε πια
τα σύννεφα πάνω από τις στέγες του χωριού,
τη σκιά του ερωδιού που ανηφορίζει στο ρεύμα.
Μα το βράδυ, όταν κατεβαίνουμε στις όχθες του ποταμού
και ο μονόφθαλμος χρυσοστεφάνωτος επαναλαμβάνει την αφήγησή του,
ανακαλύπτουμε μέσα από το στόμα του σπουδαία σημεία στον
ουρανό,
αίμα του ματιού του που ονειρεύεται για τη φυλή.   

«Από τον ελληνικό κόσμο, λέει ο Οράσιο, έμαθα αυτό που λέει και ο Καζαντζάκης: ο καλλιτέχνης μπαίνει στο σκοτεινό και πυκνό δάσος της ζωής και μετατρέπει το δάσος σε δέντρο, το δέντρο σε στύλο κι αυτός ο στύλος μυρίζει πεύκο, κυπαρίσσι, ξύλο, ρετσίνα. Επίσης, έμαθα να χρησιμοποιώ στην ποίησή μου το μύθο, χρησιμοποιώντας κλασικούς μύθους ή φτιάχνοντας δικούς μου, προσωπικούς μύθους. Αντί να καταφεύγω στον ρεαλισμό ή στο συμβολισμό βρίσκω μια μυθική φιγούρα, μια μάσκα, μια αλληγορία, αν προτιμάτε».

Και εδώ θέλω να επισημάνω ένα από τα κεντρικά θέματα της ποίησης του Καστίγιο που δεν είναι άλλο από το Ταξίδι. Το Ταξίδι είναι ο αρχετυπικός μύθος, η μετάβαση προς το φανταστικό τόπο, η μετανάστευση, η μετάσταση. Ταξίδι στον Άδη, ταξίδι στον έρωτα και στο πνεύμα, ταξίδι μέσα στον κόσμο, ταξίδι μέσα από τις παγκόσμιες τραγωδίες της ανθρωπότητας, όπως στο ποίημα «Κοπάδι στο τρένο».

Κοπάδι σε τρένο

Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε  [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.

Όσο για τη Γυναίκα, πάλι έχουμε την αρχετυπική αναφορά στο πρόσωπο της Ευρυδίκης ένα ποίημα μύησης μέσω της κατάβασης στα βάραθρα του Άδη, στην ανάγνωση της πραγματικότητας από την Άλλη – Σκοτεινή πλευρά (πάλι η απουσία και η αναζήτηση του ήλιου). Διαλέγει να μιλήσει για τον Έρωτα από τον πανέμορφο αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και Ευρυδίκης.

Λέει η Ευρυδίκη

Με κυρίευσε η αγωνία κι έπειτα η ταραχή, όταν
έμαθα ότι θα ερχόσουν:
ο τρόμος να με δεις έτσι, με αυτό το σκιώδες μαντίλι,
τα δίχως λάμψη μαλλιά – τα μαλλιά που ο ήλιος δεν κουραζόταν να
χρυσίζει.
Τρόμος, επίσης, μήπως δεν είσαι ο ίδιος –εκείνος που
     διατηρούσε η μνήμη μου–    
αλλά, ταυτόχρονα, περιέργεια να ξαναδώ
    ένα ζωντανό πλάσμα.
Από καιρό κανένας δεν ερχόταν προς τα δω,
κανείς δεν έφερνε μια ψυχή ή ένα σκύλο,
κι όταν, επιτέλους, σ’ έσφιξα πάνω μου, περισσότερο κι από σένα
αγκάλιαζα τη ζωή.
Έπειτα, η ζεστασιά σου με συνέπτυξε, με αποξήρανε σαν
    αγγείο,
και περπάτησα στο σκοτεινό διάδρομο
κι άλλη φορά με εκείνη την εκκωφαντική μηχανή μέσα στο
    στήθος
κι ένα αναμμένο κάρβουνο στο μέσο των ποδιών.
Στηρίχτηκα στο μπράτσο σου, φανταζόμουν ήδη το φως,
τα δέντρα δίπλα από τα οποία περπατούσαμε,
εκείνο το γεμάτο καθρέπτες δωμάτιο
όπου επιπλέαμε σαν δύο πνιγμένοι.
Ώσπου έξαφνα η περπατησιά σου έγινε νευρική,
η σκέψη σου σκιάχτηκε σαν άλογο,
και πρόσεξα ότι προσπαθούσες ν’ αλαργέψεις από κοντά μου,
να λευτερωθείς απ’ την παγίδα της θνητής ύλης.
«Μη φεύγεις» σε εκλιπαρούσα «μη μ’ αφήνεις εδώ,
άσε με να δω και πάλι τα σύννεφα και τον ήλιο,
άσε με λυτή στον κόσμο σαν θρακική φοράδα».
Αλλά εσύ ήδη έτρεχες προς την έξοδο,
και για επτά μέρες και επτά νύχτες άκουγα πώς έκλαιγες,
πώς τραγουδούσες στην όχθη του τρομαχτικού ποταμού
το παλιό μας τραγούδι: «Το μακρινό, μόνο το πιο μακρινό
    διαρκεί».   

Οσο για την ελληνικότητα του Καστίγιο, ο ίδιος μου έλεγε: «Και αν με ρωτήσουν ποια είναι η εθνικότητά μου, απαντώ: Είμαι Έλληνας, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου».

Και δε χρειάζεται να πάμε μακριά για να τη διακρίνουμε.

Διαβάζουμε τον ύμνο του για την Ελλάδα

ΥΜΝΟΣ

Σε γνωρίζω από την κόψη του φωτός την τρομερή,
από το θαλασσινό ανέμισμα του δωρικού χιτώνα,
σε γνωρίζω από το γλυπτό του μοσχοφόρου,
κι από το γέρσιμο της Νίκης που πάει να λύσει το σανδάλι της,
σε γνωρίζω από το φοίνικα της Δήλου κι από το όνομα της Ναυσικάς
από το ποτήρι που ο Έκτορας υψώνει για τη λευτεριά στη ραψωδία H της         
                                                                                                                         Ιλιάδας,
σε γνωρίζω από τα βιολετί μάτια και το μελί χαμόγελο,
σε γνωρίζω από το βασιλικό στη γλάστρα του μεσημεριού,
από τη λέξη θάλασσα, από τη γεύση της ελιάς,
από τα σανδάλια του Μελισσινού στην οδό Πανδρόσου,
σε γνωρίζω από τον Μανόλη Γλέζο που σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη
                                                       και κατέβασε τη σημαία με τη σβάστικα,
από τον Αμφίμαχο που πήγαινε στη μάχη χρυσοστόλιστος σαν κοπελίτσα,
από το ΌΧΙ που γέμισε δάφνες την Πίνδο,
από τον ξωμάχο που βρίσκει ένα μαρμάρινο κεφάλι και το βάζει στη  
                                                                           μασχάλη του σαν κολοκύθα,
σε γνωρίζω από τον καστανά και το σφουγγαρά,
από τον Κλεόμβροτο που έπεσε από τα τείχη της Αμβρακίας, μόλις  
                                                                                     διάβασε τον Φαίδωνα,
από την παρθένο που τραγούδησε σαν κουκουβάγια πάνω από τη στέγη,
από την οδό Λέπσιους 10 της Αλεξάνδρειας, όπου έζησε ο Καβάφης,
σε γνωρίζω από τη Γοργόνα που ρωτάει το ναυτικό: Ζει ο Βασιλιάς
                                                                                                    Αλέξανδρος;
από το φυτό εκείνο με τη μαύρη ρίζα και τα γαλακτόχροα άνθη που οι
                                                                                       θεοί αποκαλούν μώλυ,
από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που έριξε κάτω το σκήπτρο και το στέμμα
                                                                     και πέθανε σαν απλός στρατιώτης,
από το φως των Μυκηνών, από το μάτι του φυλαχτού,
από την ταβέρνα του Κώστα, όπου υπήρξα ευτυχής,
από τις Σουλιώτισσες που ρίχτηκαν η μια μετά την άλλη
                                                                                  στον γκρεμό,
από το Ζ που είναι χαραγμένο στους τοίχους του Άδη.

   Ξαφνιάζεται κανείς από το βάθος των γνώσεών του για τον τόπο μας, όπως για το περίφημο μώλυ των θεών:

«από το φυτό εκείνο με τη μαύρη ρίζα και τα γαλακτόχροα άνθη που οι
                                                                                       θεοί αποκαλούν μώλυ,

που το βρήκε σε κάποιο στίχο της Ιλιάδας, την οποία είχε ξεζουμίσει. Mας ξαφνιάζει με το γλυπτό του μοσχοφόρου στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπως και την εκπληκτική κίνηση στο άγαλμα της Νίκης στο ίδιο Μουσείο που πάει να λύσει τα σανδάλια της.

Μας ξαφνιάζει από τις γνώσεις του από τη Νεότερη Ιστορία μας, τις Σουλιώτισσες και τον Πόλεμο του Σαράντα και την Αντίσταση με την εμβληματική φιγούρα του M. Γλέζου αλλά και τους μύθους που έχουν στοιχειώσει το υποσυνείδητό μας, εκείνο της Γοργόνας, τη γεύση της χώρας μας, την ελιά, το κάστανο και την ταβέρνα.

 

HORACIO CASTILLO: El poeta griego argentino

 

 

Él escribe y traduce Harry Municipio

Nacido en 1934 en Ensenada, el Horacio Castillo (1936-2010), vivió durante la mayor parte de su vida en la hermosa La Plata, Argentina. Aprendió de un cura comunidad griega ortodoxa griega. Escribió poesía, traducidos y estudiados poetas griegos Calímaco como el Sachtouri. Recibió premios, pero él se consideraba un griego y "atleta del estudio y la difusión de los poetas griegos." En los poemas que vivimos por Grecia en la mitología, la historia y la realidad moderna, filtrada por la mirada de un poeta argentino que no tenía ningún incentivo que no sea el "amor y sólo en la poesía griega", como escribió en carta manuscrita de Odiseo Elytis.

Sobre la poesía Castillo

Para Horacio Castillo "nuestra poesía nos recuerda mejor o deja claro que por un breve momento en el tiempo somos conscientes del universo y debido a esto la conciencia existe el universo. La poesía es esta conciencia y gracias a esto podemos aceptar la colosal aventura de la creación ". También escribió: "El mundo occidental ha buscado el misterio en la oscuridad, mientras que los griegos han tratado a la luz. Me crié en mundo occidental oscuro, pero sabiendo griega Mundial, a partir de la lengua griega brillante que puede abrir una grieta y de experimentar la experiencia de la transparencia, lo que hace visibles todas las cosas esenciales ... Para los griegos, la luz desnaturalizada en una escriba "metafísica solares, es algo absoluto."  

O, de nuevo, desconcertante y ypainichtikos verso de siempre conduce al lector a una zona de transición entre la realidad y metafísico. Es cierto que tiene como objetivo explorar la oscuridad y terriblemente campos que fluyen en paralelo a la vida o más allá de la vida, a veces el uso de símbolos arquetípicos o mitos de la antigua Grecia, Caronte y Eurídice Hades, pero la presencia o ausencia la luz se ha mencionado es la siguiente:

En el poema "se aplica en el barco de Caronte," termina:

cada vez más fuerte cada vez más rápido, más lejos de la
    luz.

La transición, el viaje de la vida a la muerte no es más que la eliminación de la luz.

La búsqueda para el papel arquetípico del poeta lo lleva a la "tuerto", un mago que prevé el destino de la raza, la forma colectiva para el futuro y la salvación del grupo a través de arquetipos como si ese flujo en la sangre y los genes mago y tratar de ser puesto en libertad.

rey de ojos

huevos de esta gennovolaei mosca t 'en el Estado
y la mosca de mejilla a mejilla, a partir de los párpados con los párpados,
ha traído la enfermedad de los ojos: ya no ver
las nubes por encima de los tejados del pueblo,
a la sombra de la garza que sube actual.
Pero por la noche, cuando vamos hacia el río
y los chrysostefanotos de un solo ojo repite el relato,
descubrimos a través de la boca de los grandes puntos en el
cielo,
la sangre de su ojo sueña acerca de la raza.   

"Desde el mundo griego, dice Horacio, aprendí lo que dice y Kazantzakis: el artista entra en el bosque oscuro y denso de la vida y la convierte en el bosque en un árbol, el polo árbol y este pilar olor a pino, ciprés, madera, retsina. Además, aprendí a usar mi leyenda poesía, utilizando mitos clásicos o la fabricación de mis propios, mitos personales. En lugar de recurrir al realismo o el simbolismo encontrar una figura mítica, una máscara, una metáfora, si lo prefiere ".

Y aquí quiero señalar uno de los temas centrales de la poesía del Castillo, que no es otro que el viaje. El viaje es el mito arquetípico, la transición a la ubicación fantástica, la migración, la metástasis. Viaje al Hades viaje del amor y del espíritu, recorrido por el mundo, viajar a través de tragedias globales de la humanidad, como en el poema "Flock en el tren."

Flock en tren

Somos inocentes, gritando, directamente de los trenes.
Noche fue el día? Estábamos vivos o muertos?
Con las cabezas colgadas de claraboyas se quedaron mirando la interminable [llano.
De repente, uno de nuestros moukanisma trajo recordando Ifigenia
y se vuelve a apretar los niños dentro de nuestros pechos.
¿Qué es? El sol. ¿Qué es eso Una nube.
Nos había olvidado el color del mar, el olor de la lluvia.
Los que conocieron de las estrellas habían olvidado sus nombres,
por lo que los nombres que damos a nuestros hijos para dirigir [el camino de vuelta.
¿Qué es? Un árbol. ¿Qué es eso Un río.
Y un canto gregoriano se elevaron alrededor de nosotros,
hablando de los que estaban destinados para el sacrificio.
Somos inocentes, gritando, directamente de los trenes.
Noche fue el día? Estábamos vivos o muertos?
La leche era amargo en los pechos de las madres,
que peina el pelo y se convierten en cenizas.
¿Qué es? Un pájaro. ¿Qué es eso Una piedra.
Y bajando la cabeza ocultar nuestra vergüenza,
uñas kovame mudos de los muertos.
Estamos inocente, gritando, directamente de los trenes.
Noche fue el día? Estábamos vivos o muertos?
T 'APOVRADO bebían el vino de los ciegos,
incluso soñado con un bosque de orquídeas.
¿Qué es? Arena. ¿Qué es eso Niebla.
Y la vida de escape como un bate de las sombras
y estaban dormidos en una tranquilidad inesperada en la mirada.
Entonces nuestros ojos eran como los ojos de las estatuas,
que miraban nuestras palmas y la línea de la vida habían desaparecido,
y la pila se elevó yámbico los ronquidos
alychtontas para ti, para mí, para todos nuestros socios.
se quedaron sólo por detrás de nuestras líneas etruscas,
canciones de cera de viaje en el sol,
y de nuestro lado siempre que, tonelada visceral,
que, mi alma, vaquillas, coronados con violetas y nardo.

En cuanto a la mujer, una vez más tenemos la referencia arquetípica de Eurídice se enfrentan a un poema de iniciación por el descenso en los abismos del Hades, la lectura de la realidad del Otro - El lado oscuro (una vez más, la ausencia y la búsqueda del sol). Él elige para hablar sobre el amor de lo bello mito arquetípico de Orfeo y Eurídice.

Eurídice dice

Con capturado la agonía y después de los disturbios, cuando
supe que vendrías:
el terror que me vea así, esta bufanda sombra,
el pelo sin brillo - el pelo que el sol no está cansado de
oro.
El temblor también no ser el propio -Los que
     mantiene la memoria mou-    
pero, al mismo tiempo, la curiosidad de ver de nuevo
    un ser vivo.
Desde entonces nadie vino a ver,
nadie trajo un alma o un perro,
y cuando, por fin, me apretó, más aún de lo que
abraza la vida.
continuación, tu calor reduce la longitud, con drenaje como un
    florero,
y entró en el oscuro pasillo
y otra vez con esa máquina ensordecedor dentro del
    pecho
y un carbón encendido en medio de las piernas.
I fue construido en el brazo la luz ya imaginado,
los árboles junto a la cual caminaban,
que refleja habitación llena de gente
, donde flotador como dos ahogados.
hasta que de pronto su pie estaba nervioso,
su skiachtike pensamiento como un caballo,
y se dio cuenta de que intenta alargepseis de mí ,
a lefterotheis de la trampa mortal de la materia.
"no se vaya" mendigar "no me dejes aquí,
vamos a ver de nuevo las nubes y el sol,
déjame Analizador mundo como yegua tracio."
Pero eso ya lo iban a ejecutar a la salida,
y durante siete días y siete noches oí cómo llorar,
cómo las canciones en la orilla del río miedo
nuestra vieja canción: "la larga, sólo la más larga
    duración."   

En cuanto al personaje griego del Castillo, me dijo: "¿Y si me preguntan cuál es mi nacionalidad, me contesta: Soy un griego, Grecia es mi país."

Y no hay necesidad de ir muy lejos para distinguirlo.

Leemos el himno para Grecia

HIMNO

Te reconozco desde el borde de luz impresionante,
desde el mar avivar la túnica dórica,
para conocer la escultura de almizcle,
y la Victoria gersimo que vaya a resolver el sandalia,
saber de Delos y la palma de la mano nombre de Nausicaa
del vidrio Hector levanta por la libertad en la rapsodia H de         
                                                                                                                         Homero,
para saber los ojos violetas y miel sonrisa,
para conocer la real en el mediodía olla,
la palabra mar, el sabor de las aceitunas ,
desde sandalias Melissinou calle Pandrosou,
para saber por Manolis Glezos que subió la Acrópolis
                                                       y se puso la bandera con la esvástica,
el Amfimacho va a chrysostolistos batalla como una niña,
el NO que llenaba laureles Pindo,
desde xomacho encontrar una cabeza de mármol y lo pone en la  
                                                                           axila de una calabaza,
para conocer el marrón y la esponja,
de Kleombrotos que caía de las paredes de Ambracia, simplemente  
                                                                                     leer el Fedón,
la virgen cantaba como búho sobre techo,
la calle 10 Lepsious de Alejandría, donde vivía Kavafis,
para conocer la sirena pidiendo la marina: vive el rey
                                                                                                 Alexander?
de que las plantas de raíz negro opaco y flores los
                                                                            dioses llaman molibdeno,
por Constantino Paleologos que arrojó el cetro y la corona
                                                           , y murió como un simple soldado,
a la luz de Micenas, su talismán ojo,
la taberna Kostas, donde era feliz,
los Souliotisses arrojado uno tras otro
                                                                                      acantilado ,
en la que Z está grabado en las paredes Hades.

   cualquiera sorprendido por la profundidad de su conocimiento para nuestro país, para los famosos dioses de molibdeno: "A partir de una planta con raíz y opacos flores negras los dioses llaman molibdeno, lo encontró en un verso de la Ilíada, que había exprimido. Que estaba sorprendido por la escultura de almizcle en el Museo de la Acrópolis, así como la gran jugada en la estatua de la Victoria en el mismo museo que vaya a resolver las sandalias.

Nos sorprendió por su conocimiento de nuestra historia reciente, las mujeres de Souli y la Guerra de los cuarenta y la resistencia a la figura emblemática de M. Glezos y los mitos que han perseguido a nuestro subconsciente, el de la Gorgona, el sabor de nuestro país , de oliva, castaños y una taberna.

 

bottom of page