Όλγα Προφίλη
ESCRITORA
Olga Profili nació en Atenas, donde vivió hasta sus 18 años.
Estudió Filología y Lingüística Italiana y después Geolingüística Románica en Grenoble. Hizo su tesis doctoral en la misma Universidad sobre un idioma de origen griego en el Salento (Italia). Fue investigadora en Grenoble y en Oxford y trabajó en la Comisión de la Unión Europea, al principio como traductora y después como responsable para las lenguas y culturas regionales de Europa. Fue también responsable de la Información al Público Femenino de la Unión Europea y Presidente del Comité del Personal de la Comisión Europea.
En 2005 un accidente que hubiera podido ser fatal cambió radicalmente su manera de enfrentarse con la vida.
Olga Profili habla 6 idiomas y comparte su tiempo entre Bruselas, Kardamyli (Grecia) y Buenos Aires.
Mi Buenos Aires Querido es su primera novela.
Το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες είναι ένα βιβλίο που ταξίδευε μέσα μου χρόνια. Σίγουρα, όχι συνειδητά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχα φτιάξει και ένα μικρό χειρόγραφο που μετά καταχώνιασα στο υπόγειο του σπιτιού μου στις Βρυξέλλες. Μετά το ξέχασα. Πριν από πέντε περίπου χρόνια, άρχισα να το ξανασκέφτομαι. Όταν, κάποια στιγμή, τακτοποιώντας το χάος που επικρατούσε στο υπόγειο βρήκα το χειρόγραφο, κάθισα και το διάβασα. Δέκα σελίδες ήταν, μια εντελώς διαφορετική ιστορία, με πολλές παραλλαγές. Οι βασικοί ήρωες όμως ήταν οι ίδιοι. Μια κοπέλα, ένας θείος μετανάστης, ένας Αργεντίνος πολιτικός πρόσφυγας. Δεν ήταν τυχαίο που κρατούσα το σκονισμένο χειρόγραφο στα χέρια μου τη συγκεκριμένη στιγμή, και δεν το είχα πετάξει. Ένιωσα ότι είχε βαρεθεί κι αυτό να περιμένει και μου ζητούσε να το βάλω μπροστά. Έτσι, λοιπόν, και έκανα!
Πρόκειται για μια ιστορία δομημένη σε πολλαπλά επίπεδα: πολυπολιτισμικό, ιστορικό, πολιτικό, μεταναστευτικό, ερωτικό. Οι ήρωες κινούνται σε διαφορετικές πόλεις, από την Αθήνα στο Παρίσι και από εκεί στο Μπουένος Άιρες, περνώντας από τη Ρώμη και το Μιλάνο. Απρόβλεπτες συγκυρίες τούς φέρνουν κοντά ή τους απομακρύνουν. Η ιστορική πραγματικότητα, συχνά σκληρή και βίαιη, λειτουργεί περισσότερο σαν φόντο ενός σκηνικού. Αναμφισβήτητα τους επηρεάζει και τους κάνει να αλλάξουν κατεύθυνση, χωρίς αναγκαστικά να το επιθυμούν. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι πώς αντεπεξέρχονται στις αντιξοότητες, κατά πόσον προσαρμόζονται ή όχι. Βέβαια, αναφέρομαι σε δύσκολες ιστορικές περιόδους, που έχουμε ζήσει τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αργεντινή, όπως οι δικτατορίες και οι οικονομικές κρίσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας, εφόσον βέβαια μας δίνεται η δυνατότητα (και η τύχη) να επιλέξουμε.
Έτσι σταδιακά, λοιπόν, η πόλη του Μπουένος Άιρες θα αποτελέσει τον λογοτεχνικό καταλύτη των ιστοριών που αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα, ιστοριών που πλέκονται και ξηλώνονται ρυθμικά στον ήχο παλιών σαγηνευτικών τάνγκο. Οι ήρωες προσπαθούν να ξεπεράσουν τις κακοτοπιές της ζωής, ενώ η οικονομική ανέχεια, ο αποκλεισμός των φτωχών, η μετανάστευση και το βίαιο χρέος ψαλιδίζουν τις προοπτικές μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Η Νίνα, για παράδειγμα, η βασική ηρωίδα του βιβλίου γεννιέται στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Ιταλό πατέρα. Ακολουθεί τους γονείς της στο Παρίσι τα χρόνια της δικτατορίας και αργότερα επιλέγει να πάει με τον χωρισμένο πατέρα της στη Ρώμη να σπουδάσει. Μεγαλώνει έχοντας μια ιδιαίτερη σχέση με τις πατρίδες της και τις γλώσσες τους, ενώ τα τραγούδια αποτελούν τον μόνιμο σύμμαχό της, καθότι οι μελωδίες και τα λόγια τους έρχονται συνειρμικά στο μυαλό της από το πουθενά και τη βοηθούν να βρει λύσεις στα θέματα που την απασχολούν. Το αυθόρμητο φιλί που θα της δώσει ο Λέο, ο Aργεντίνος πολιτικός πρόσφυγας, στη διάρκεια μιας φοιτητικής διαδήλωσης στο Παρίσι θα τη συγκλονίσει σε τέτοιο βαθμό που, αφού τον χάσει εξαιτίας ενός απρόβλεπτου συμβάντος, θα αρχίσει να αναζητά να μάθει τα πάντα για τη χώρα του.
Σε αυτό θα συμβάλει και η σχέση που θα δημιουργήσει με τον Στάθη, τον μετανάστη θείο της, ο οποίος έφυγε από την Ελλάδα το 1948 θέλοντας να αποφύγει τον Εμφύλιο και πιστεύοντας ότι στον Νέο Κόσμο θα έβρισκε ένα καλύτερο μέλλον. Το πλήγμα που η αιματηρή χούντα της Αργεντινής θα του επιφέρει αρκετά χρόνια αργότερα, ειρωνεία της τύχης βέβαια, θα φέρει τη Νίνα πιο κοντά στο Μπουένος Άιρες.
Έτσι σταδιακά, λοιπόν, η πόλη του Μπουένος Άιρες θα αποτελέσει τον λογοτεχνικό καταλύτη των ιστοριών που αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα, ιστοριών που πλέκονται και ξηλώνονται ρυθμικά στον ήχο παλιών σαγηνευτικών τάνγκο. Οι ήρωες προσπαθούν να ξεπεράσουν τις κακοτοπιές της ζωής, ενώ η οικονομική ανέχεια, ο αποκλεισμός των φτωχών, η μετανάστευση και το βίαιο χρέος ψαλιδίζουν τις προοπτικές μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ευχή μου είναι να συμβάλει το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες στην προβολή της συλλογικής μνήμης του λαού της Αργεντινής στον κόσμο, τιμώντας και δίνοντας φωνή στα θύματα της δικτατορίας. Χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι το μυθιστόρημα είναι βαρύ και απαισιόδοξο. Το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες έχει χαρές και λύπες – και, φυσικά, αγάπη. Όπως και η ζωή του κάθε ανθρώπου. Με τα σκαμπανεβάσματά της. Ή, αλλιώς, παραθέτοντας τη μετάφραση των στίχων ενός γνωστού τάνγκο, «η ζωή είναι μια μιλόνγκα και καλύτερα να ξέρεις να τη χορέψεις»!
La novela «Mi Buenos Aires Querido» estuvo viajando en mi durante muchos años. Seguramente no fue de manera consciente. En los principios de la década del 1990 había escrito unas diez hojas sobre una historia que después enterré junto a viejos documentos en el sótano de mi casa de Bruselas. En 2010 volví a pensar a la historia, entonces con plena conciencia. Fue en aquel momento cuando se me dio por arreglar el caos del sótano que encontré el viejo manuscrito. Me senté y lo leí, lo tenía completamente olvidado. Una historia completamente distinta, pero con los mismos tres personajes principales. Una chica, un tío inmigrante, un joven refugiado político. Encontrar en ese momento preciso aquel manuscrito polvoriento no fue una casualidad. Sentí que había llegado el momento de empezar a escribir.
Se trata de una historia construida en niveles múltiples: multicultural, histórico, político, erótico, inmigrante. Los protagonistas se mueven en varias ciudades, de Atenas a Paris y de ahí a Buenos Aires, pasando por Roma y Milán. Circunstancias imprevistas los acercan y/o los alejan. La realidad histórica, a menudo cruel y violenta, funciona como el trasfondo de un escenario que influye sobre ellos y los obliga a cambiar el rumbo a pesar de su voluntad. Mi mayor interés está puesto en describir cómo enfrentan las contrariedades, si logran o no adaptarse. Naturalmente me refiero a situaciones difíciles, que hemos vivido en Grecia y también en Argentina, como las dictaduras y las crisis económicas. Personalmente creo que somos responsables de nuestras elecciones frente a la vida, cuando tenemos la posibilidad (y la suerte) de elegir.
Nina, por ejemplo, la heroína de la novela, nace en Atenas de madre Griega y de padre Italiano. Sigue a sus padres en Paris en los años de la dictadura griega y elige al momento del divorcio de sus padres ir a estudiar a Roma siguiendo a su padre. Crece teniendo una relación especial con sus patrias y con sus idiomas, siendo las canciones un aliado permanente, ya que la música y sus letras, mediante un proceso de asociaciones, la ayudan a encontrar soluciones a todas sus preocupaciones. El beso espontáneo que le dará Leo, un refugiado político porteño durante una manifestación estudiantil en Paris, la sacudirá a tal punto que cuando por una razón imprevista no logre volver a verlo, empezará a investigar todo lo que se refiere a su país intentando de ese modo conocerlo.
En esta búsqueda contribuirá también la relación especial que Nina tiene con su tio Stathis, que inmigró a Argentina en 1948 huyendo la guerra civil griega y creyendo que ahi encontrará un futuro mejor. El golpe que Stathis recibirá, muchos años después de su llegada, de la cruel dictadura militar argentina acercará a Nina a Buenos Aires.
Paulatinamente la ciudad de Buenos Aires se constituye en el catalizador literario de las historias que se desarrollan en la novela, historias que se tejen y se destejen rítmicamente al son de viejos tangos. Mientras los protagonistas luchan por salir adelante crece la miseria económica, la exclusión y el peso de una deuda externa que reduce las perspectivas de futuro de toda la sociedad.
Lo que no implica que la novela sea pesimista. «Mi Buenos Aires Querido» tiene alegrías y tristezas. Como la vida de cada persona. Con sus altos y bajos. Como leemos en la letra de un tango: «La vida es una milonga y hay que saberla bailar»!
Uno de mis deseos al escribir esta novela es que contribuyera a la promoción en el mundo de la memoria colectiva del pueblo argentino respetando y honrando sus historias y ciudadanos